- ἀτελεύτητος
- ἀτελεύτητοςnot brought to an endmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατελεύτητος — η, ο (AM ἀτελεύτητος, ον) [τελευτώ] ο χωρίς τέλος, ο αιώνιος («ζωὴ ἀτελεύτητος») αρχ. 1. αυτός που δεν έχει περατωθεί, ατελής, ασυμπλήρωτος 2. ανεκπλήρωτος, ανεκτέλεστος 3. (για πρόσωπα) άκαμπτος, ασυμβίβαστος … Dictionary of Greek
ατελεύτητος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς τέλος, αιώνιος, απέραντος, αδιάκοπος: Έχουν αρχίσει στον ΟΗΕ ατελεύτητες συζητήσεις για το δίκαιο της θάλασσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀτελεύτητος — ἀτελεύτητος , ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελευτήτως — ἀτελεύτητος not brought to an end adverbial ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελεύτητον — ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem acc sg ἀτελεύτητος not brought to an end neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελευτήτοιο — ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελευτήτοις — ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελευτήτου — ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελευτήτους — ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελευτήτων — ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)